συγκατασπάσας

συγκατασπάσας
συγκατασπά̱σᾱς , συγκατασπάω
pull down with oneself
pres part act fem acc pl (doric)
συγκατασπά̱σᾱς , συγκατασπάω
pull down with oneself
pres part act fem gen sg (doric)
συγκατασπά̱σᾱς , συγκατασπάω
pull down with oneself
pres part act fem acc pl (doric)
συγκατασπά̱σᾱς , συγκατασπάω
pull down with oneself
pres part act fem gen sg (doric)
συγκατασπά̱σᾱς , συγκατασπάω
pull down with oneself
aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)
συγκατασπάσᾱς , συγκατασπάω
pull down with oneself
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκατασπώ — άω, Α 1. παρασύρω μαζί, συμπαρασύρω («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», Λουκιαν.) 2. καταπίνω, καταβροχθίζω («τὸ ἄγκιστρον τῷ δελέατι συγκατασπάσας», Λουκιαν.) 3. παθ. συγκατασπῶμαι, άομαι πιθ. υπάγομαι στην κυριαρχία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”